- θεσμοδότειρα
- ηβλ. θεσμοδότης.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοδότης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεσμοδότης — ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα) αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο δότης, εργο δότης, υπνο δότης)] … Dictionary of Greek